- σφενδοβόλον
- τὸ, Μείδος καταπέλτη τον οποίο έφεραν οι σφενδοβολιστές («λίθους ῥίπτοντες τοὺς μὲν διὰ χειρός, τοὺς δὲ διὰ σφενδοβόλων», Λέων Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σφενδ-όνη + -βόλον (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυροβόλον].
Dictionary of Greek. 2013.